- ψυχροθεραπεία
- η мед. лечение холодом (холодной водой, льдом и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχροθεραπεία — η, Ν ιατρ. η κρυοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + θεραπεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ψυχροθεραπεία — η μέθοδος θεραπευτική που χρησιμοποιεί ψυχρά νερά ή πάγο, κρυοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχροθεραπευτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχροθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + θεραπεύω] … Dictionary of Greek
ψυχροθεραπευτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχροθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)